- πλημμελής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, λειψός, ελαττωματικός: Πλημμελής συγκοινωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλημμελής — out of tune masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
πλημμελῇς — πλημμελέω make a false note in music pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελῆ — πλημμελής out of tune neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλημμελής out of tune masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλημμελής out of tune masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελέστερον — πλημμελής out of tune adverbial comp πλημμελής out of tune masc acc comp sg πλημμελής out of tune neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελές — πλημμελής out of tune masc/fem voc sg πλημμελής out of tune neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελοῦς — πλημμελής out of tune masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελέσι — πλημμελής out of tune masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελῶς — πλημμελής out of tune adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελεστάτας — πλημμελεστάτᾱς , πλημμελής out of tune fem acc superl pl πλημμελεστάτᾱς , πλημμελής out of tune fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)